κομπογιανίτικος

κομπογιανίτικος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, ψεύτικος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπογιανίτικος — και κομπογιαννίτικος, η, ο [κομπογιανίτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, αγυρτικός, ψεύτικος («δεν κάνομε κομπογιαννίτικη πολιτική», Ί. Δραγ.). επίρρ... κομπογιαν(ν)ίτικα με κομπογιανίτικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”